ὀνομαστικά

ὀνομαστικά
ὀνομαστικός
skilful at naming
neut nom/voc/acc pl
ὀνομαστικά̱ , ὀνομαστικός
skilful at naming
fem nom/voc/acc dual
ὀνομαστικά̱ , ὀνομαστικός
skilful at naming
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀνομαστικάς — ὀνομαστικά̱ς , ὀνομαστικός skilful at naming fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • εκλέκτορας — Τίτλος –στα γερμανικά Kurfϋrsten– που έφεραν μερικοί από τους ηγεμόνες των γερμανικών κρατών και ορισμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι από το 1204 συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • εξονομαίνω — ἐξονομαίνω (Α) 1. καλώ ονομαστικά 2. εκφράζω ρητά, σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονομαίνω «ονομάζω» (< όνομα)] …   Dictionary of Greek

  • εξονομακλήδην — ἐξονομακλήδην (Α) επίρρ. ονομαστικά, με τ όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν] …   Dictionary of Greek

  • επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • καταλέγω — (I) καταλέγω (Α) βλ. καταλέχομαι. (II) (AM καταλέγω) κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον μσν. 1. περιγράφω 2. λέω τραγούδι 3. (αμτβ.) διηγούμαι μσν. αρχ. 1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ 2. κατηγορώ… …   Dictionary of Greek

  • κατονομάζω — (ΑΜ κατονομάζω) νεοελλ. 1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου 2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω μσν. αρχ. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ… …   Dictionary of Greek

  • κατονομασία — η (Α κατονομασία) [κατονομάζω] αναφορά που γίνεται με δήλωση τού ονόματος, το να αναφέρει κάποιος ονομαστικά κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”